- επίσσυτος
- ἐπίσσυτος, -ον (Α) [επισεύομαι]1. (για δάκρυα) αυτός που αναβλύζει ορμητικά («κλαυμάτων ἐπίσσυτοι, πηγαὶ κατεσβήκασιν», Αισχύλ.)2. βίαιος, ξαφνικός («ἐπίσσυτοι βίου τύχαι», Αισχύλ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπίσσυτος — rushing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισσύτους — ἐπίσσυτος rushing masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίσσυτοι — ἐπίσσυτος rushing masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)